Βλέποντας αυτή τη φωτογραφία ξυπνάνε μνήμες στο νου όλων μας.
Σάββατο, οπωσδήποτε Σάββατο , ζέσταινε ή μάνα μου νερό στο τέντζερη . Ύστερα, το έβαζε στον κουβά, έριχνε και κρύο μέσα για να μη μας κάψει, (μέχρι να ξεκινήσει βέβαια αυτό είχε παγώσει).
Το χειμώνα μας έπλενε δίπλα στην ξυλόσομπα.
Πρώτα ..........................
Σάββατο, οπωσδήποτε Σάββατο , ζέσταινε ή μάνα μου νερό στο τέντζερη . Ύστερα, το έβαζε στον κουβά, έριχνε και κρύο μέσα για να μη μας κάψει, (μέχρι να ξεκινήσει βέβαια αυτό είχε παγώσει).
Το χειμώνα μας έπλενε δίπλα στην ξυλόσομπα.
Πρώτα ..........................
σκύβαμε και μας έλουζε με πράσινο σαπούνι τα μαλλιά, ρίχνοντας νερό με το μπρίκι, (νομίζω ότι τα ξέπλενε ελαφρώς.. γιατί που να φτάσει το νερό).
Μετά, στο ίδιο νερό μπαίναμε τσιτσίδι. Εδώ εξ ανάγκης δεν υπήρχε ιδιωτικότητα . Μας έτριβε την πλάτη πάλι με πράσινο σαπούνι. Το ζόρι ήταν στα γόνατα και οι αγκώνες, ειδικά το καλοκαίρι που γυρίζαμε και παίζαμε μέσα στα χώματα.
Το σαπούνι που χρησιμοποιούσαμε, ήταν αυτό που έμενε αφού έλιωνε κατά το ήμισυ, της μπουγάδας αλλά και όταν αυτό γινόταν πολύ μικρό, με άλλα μικρά σαπουνάκια,(αποσαπουνίδες) τα τυλίγαμε σ΄ένα πανάκι και μ΄αυτό λουζόμασταν…ήταν και το σφουγγαράκι μας! Αν έμπαινε το σαπούνι στα μάτια έτσουζε για μια κανα δυό μέρες.
Συνήθως είχαμε και θεατές τα άλλα μέλη της οικογένειας ή και καμιά γειτόνισσα. Ήταν τόσο φυσιολογικό που δεν αντιδρούσε (νομίζω ) κανείς. Μετά βάζαμε ρούχα πεντακάθαρα, περασμένα από την αλισίβα και λίγο αγιασμό στο κεφαλι για τη γλωσσοφαγιά και για να μην μας πιάνει το κακό μάτι.
Όταν εγώ ξεπετάχτηκα λίγο τα πράγματα άλλαξαν, βάλαμε θερμοσίφωνα. Ήταν τέτοια η χαρά μου που πλενόμουν 5-6 φορές την ημέρα. Το δε ντους ήταν το τηλέφωνο. Έτσι μου το΄λεγε η μάνα μου.
Όποιος γεννήθηκε και μεγάλωσε σε τούτο το όμορφο ορεινό χωριό, την Οκτωνιά μας, τα ίδια βάσανα με μένα πέρασε. Αλλά τότε όλα ήταν τόσο…..όμορφα.
Μετά, στο ίδιο νερό μπαίναμε τσιτσίδι. Εδώ εξ ανάγκης δεν υπήρχε ιδιωτικότητα . Μας έτριβε την πλάτη πάλι με πράσινο σαπούνι. Το ζόρι ήταν στα γόνατα και οι αγκώνες, ειδικά το καλοκαίρι που γυρίζαμε και παίζαμε μέσα στα χώματα.
Το σαπούνι που χρησιμοποιούσαμε, ήταν αυτό που έμενε αφού έλιωνε κατά το ήμισυ, της μπουγάδας αλλά και όταν αυτό γινόταν πολύ μικρό, με άλλα μικρά σαπουνάκια,(αποσαπουνίδες) τα τυλίγαμε σ΄ένα πανάκι και μ΄αυτό λουζόμασταν…ήταν και το σφουγγαράκι μας! Αν έμπαινε το σαπούνι στα μάτια έτσουζε για μια κανα δυό μέρες.
Συνήθως είχαμε και θεατές τα άλλα μέλη της οικογένειας ή και καμιά γειτόνισσα. Ήταν τόσο φυσιολογικό που δεν αντιδρούσε (νομίζω ) κανείς. Μετά βάζαμε ρούχα πεντακάθαρα, περασμένα από την αλισίβα και λίγο αγιασμό στο κεφαλι για τη γλωσσοφαγιά και για να μην μας πιάνει το κακό μάτι.
Όταν εγώ ξεπετάχτηκα λίγο τα πράγματα άλλαξαν, βάλαμε θερμοσίφωνα. Ήταν τέτοια η χαρά μου που πλενόμουν 5-6 φορές την ημέρα. Το δε ντους ήταν το τηλέφωνο. Έτσι μου το΄λεγε η μάνα μου.
Όποιος γεννήθηκε και μεγάλωσε σε τούτο το όμορφο ορεινό χωριό, την Οκτωνιά μας, τα ίδια βάσανα με μένα πέρασε. Αλλά τότε όλα ήταν τόσο…..όμορφα.
Πηγή: iscreta.gr