Πριν από μερικά χρόνια ο Μίκης Θεοδωράκης κατά τη διάρκεια τηλεοπτικής συνέντευξής του, μιλώντας περί του μνημονίου, χρησιμοποίησε τη φράση:"Θα γίνουμε μουλάρια στο μαγγανοπήγαδο".
Πως όμως να κατανοηθεί ο άριστα στοχευμένος λόγος του, όταν οι περισσότεροι Έλληνες και ειδικά οι νεότεροι που είναι η ραχοκοκαλιά της κοινωνίας μας, δεν γνωρίζουν καν τι είναι το μαγγανοπήγαδο;
Στην προκειμένη περίπτωση δεν ευθύνεται ούτε ο στοχαστής, αλλά ούτε και η νέα γενιά, ευθυνόμαστε όλοι εμείς που.............
Πως όμως να κατανοηθεί ο άριστα στοχευμένος λόγος του, όταν οι περισσότεροι Έλληνες και ειδικά οι νεότεροι που είναι η ραχοκοκαλιά της κοινωνίας μας, δεν γνωρίζουν καν τι είναι το μαγγανοπήγαδο;
Στην προκειμένη περίπτωση δεν ευθύνεται ούτε ο στοχαστής, αλλά ούτε και η νέα γενιά, ευθυνόμαστε όλοι εμείς που.............
αφήσαμε εκατοντάδες μαγγανοπήγαδα να σαπίζουν.
Τα μαγγανοπήγαδα της Οκτωνιάς
Ο κάμπος της Οκτωνιάς ήταν γεμάτος απ΄ αυτούς τους ζωήλατους αντλητικούς μηχανισμούς. Ευτυχώς ακόμη και σήμερα υπάρχουν δεκάδες παροπλισμένοι, αλλά δυστυχώς κανένας δεν είναι λειτουργικός.
Χρησιμοποιήθηκαν κατά κόρον την περίοδο 1922-1965, κατασκευάζονταν και μεταφέρονταν στον τόπο μας από τον Πειραιά και από την Σύρο, αποτελούσαν δε το βασικό εργαλείο για το πότισμα των καλλιεργειών. Συνήθως η κίνησή τους γίνονταν με μουλάρι, γαιδούρι ή άλογο, αλλά κατά τη διάρκεια της κατοχής, (λόγο έλλειψης ζώων) και προκειμένου να μπορέσουν οι συγχωριανοί μας να αυξήσουν τη γεωργική παραγωγή τους για να καταπολεμήσουν την πείνα, τα κινούσαν οι ίδιοι.
Ο μηχανισμός ήταν στο σύνολό του μεταλλικός, αποτελείτο δε από τρία βασικά μέρη: το τύμπανο, τα γρανάζια και τους κουβάδες . Καθώς το μουλάρι έδινε κίνηση στα γρανάζια και το τύμπανο, οι κουβάδες αναγκάζονταν να περιστραφούν κι εκείνοι με τη σειρά τους. Όσοι βρίσκονταν στο κάτω τμήμα της αλυσίδας βυθίζονταν στο νερό. Με αυτό τον τρόπο, οι μισοί κουβάδες ανυψώνονταν γεμάτοι νερό και οι υπόλοιποι μισοί κινούνταν προς τα κάτω άδειοι. Όταν οι γεμάτοι κουβάδες έφταναν στην κορυφή του τυμπάνου, το νερό χυνόταν ανάμεσα στα πτερύγια (φτερά) και αναγκαζόταν, λόγω βαρύτητας, να βγει από τις πολυγωνικές οπές των δίσκων του τυμπάνου. Από εκεί χυνόταν και αποθηκευόταν σε μια στέρνα ή ποτιζόταν απευθείας η καλλιέργεια.
Οι βενζινοκίνητες και ηλεκτροκίνητες αντλίες παρόπλισαν αυτό το παραδοσιακό εργαλείο οδηγώντας το στον αφανισμό, επαληθεύοντας πλήρως τους κάτωθι στίχους:
Σαν το μαγγανοπήγαδο
τούτος ο κόσμος μοιάζει·
όταν γεμίζει ένας κουβάς
άλλος ένας αδειάζει.
Είναι κρίμα στον τόπο μας να ρημάζουν δεκάδες τέτοιες μηχανές, οι μόνοι που ενδιαφέρονται πλέον γι αυτές είναι οι παλιατζήδες που αποσκοπούν στο κέρδος από την ανακύκλωση του μετάλλου.
Δυστυχώς δεν έχει κατανοηθεί ότι κέρδος για όλους μας, θα ήταν αν κάποια μαγγανοπήγαδα ήταν λειτουργικά. Έτσι οι νεώτεροι θα μπορούσαν να διδαχθούν για τον μόχθο, τις δυσκολίες, και τον τρόπο ζωής των παλαιότερων γενεών. Σίγουρα θα εκτιμούσαν περισσότερο αυτά που έχουν σήμερα.
Τα μαγγανοπήγαδα της Οκτωνιάς
Ο κάμπος της Οκτωνιάς ήταν γεμάτος απ΄ αυτούς τους ζωήλατους αντλητικούς μηχανισμούς. Ευτυχώς ακόμη και σήμερα υπάρχουν δεκάδες παροπλισμένοι, αλλά δυστυχώς κανένας δεν είναι λειτουργικός.
Χρησιμοποιήθηκαν κατά κόρον την περίοδο 1922-1965, κατασκευάζονταν και μεταφέρονταν στον τόπο μας από τον Πειραιά και από την Σύρο, αποτελούσαν δε το βασικό εργαλείο για το πότισμα των καλλιεργειών. Συνήθως η κίνησή τους γίνονταν με μουλάρι, γαιδούρι ή άλογο, αλλά κατά τη διάρκεια της κατοχής, (λόγο έλλειψης ζώων) και προκειμένου να μπορέσουν οι συγχωριανοί μας να αυξήσουν τη γεωργική παραγωγή τους για να καταπολεμήσουν την πείνα, τα κινούσαν οι ίδιοι.
Ο μηχανισμός ήταν στο σύνολό του μεταλλικός, αποτελείτο δε από τρία βασικά μέρη: το τύμπανο, τα γρανάζια και τους κουβάδες . Καθώς το μουλάρι έδινε κίνηση στα γρανάζια και το τύμπανο, οι κουβάδες αναγκάζονταν να περιστραφούν κι εκείνοι με τη σειρά τους. Όσοι βρίσκονταν στο κάτω τμήμα της αλυσίδας βυθίζονταν στο νερό. Με αυτό τον τρόπο, οι μισοί κουβάδες ανυψώνονταν γεμάτοι νερό και οι υπόλοιποι μισοί κινούνταν προς τα κάτω άδειοι. Όταν οι γεμάτοι κουβάδες έφταναν στην κορυφή του τυμπάνου, το νερό χυνόταν ανάμεσα στα πτερύγια (φτερά) και αναγκαζόταν, λόγω βαρύτητας, να βγει από τις πολυγωνικές οπές των δίσκων του τυμπάνου. Από εκεί χυνόταν και αποθηκευόταν σε μια στέρνα ή ποτιζόταν απευθείας η καλλιέργεια.
Οι βενζινοκίνητες και ηλεκτροκίνητες αντλίες παρόπλισαν αυτό το παραδοσιακό εργαλείο οδηγώντας το στον αφανισμό, επαληθεύοντας πλήρως τους κάτωθι στίχους:
Σαν το μαγγανοπήγαδο
τούτος ο κόσμος μοιάζει·
όταν γεμίζει ένας κουβάς
άλλος ένας αδειάζει.
Είναι κρίμα στον τόπο μας να ρημάζουν δεκάδες τέτοιες μηχανές, οι μόνοι που ενδιαφέρονται πλέον γι αυτές είναι οι παλιατζήδες που αποσκοπούν στο κέρδος από την ανακύκλωση του μετάλλου.
Δυστυχώς δεν έχει κατανοηθεί ότι κέρδος για όλους μας, θα ήταν αν κάποια μαγγανοπήγαδα ήταν λειτουργικά. Έτσι οι νεώτεροι θα μπορούσαν να διδαχθούν για τον μόχθο, τις δυσκολίες, και τον τρόπο ζωής των παλαιότερων γενεών. Σίγουρα θα εκτιμούσαν περισσότερο αυτά που έχουν σήμερα.