Όλη η βδομάδα μετά τα Χριστούγεννα και πριν τη Πρωτοχρονιά κύλαγε με ετοιμασίες για την αλλαγή του χρόνου.
Οι μεγάλοι φρόντιζαν τα ζώα με τροφές, πιο πολύ με τριφύλλια από τα δεμάτια που είχανε μαζεμένα από το καλοκαίρι για τις δύσκολες μέρες του χειμώνα.
Το χειμώνα, εδώ που τα λέμε, δεν είχαμε και πολλές .................
αγροτικές δουλειές. Κάναμε και τα ωραία νυχτέρια μας μέσα στα σπίτια, αφού συνήθως είχε κρύο, βροχές, αλλά και χιόνια.
Ώσπου την παραμονή της Πρωτοχρονιάς τα παιδιά βγαίναμε πάλι για τα κάλαντα, τα πρωτοχρονιάτικα αυτή τη φορά: «Αρχιμηνιά κι Αρχιχρονιά, ψηλή μου δεντρολιβανιά κι αρχή καλός μας χρόνος, εκκλησιά με τ’ άγιο θρόνος. Αρχή που βγήκε ο Χριστός, Άγιος και Πνευματικός, στη γη να περπατήσει και να μας καλοκαρδίσει. Άγιος Βασίλης έρχεται, και δεν μας καταδέχεται, από την Καισαρεία, συ 'σαι αρχόντισσα κυρία…»
Το βράδυ οι άντρες διασκέδαζαν στα καφενεία με κανένα χαρτάκι για το καλό, οι γυναίκες έφτιαχναν γλυκά και εμείς τα παιδιά, παίζαμε με την ψυχή μας. Η σόμπα ήτανε γεμάτη με ξύλα, τα μεζεδάκια σιγοψήνονταν στο φούρνο και όλοι περίμεναν τη μεγάλη στιγμή. Όταν πλησίαζε η ώρα για να μπει ο νέος χρόνος μικροί μεγάλοι πηγαίναμε στις πηγές του χωριού μας, τα παιδιά και οι γυναίκες κρατούσαν στα χέρια τους τα σκίνα και τα κανάτια, ενώ οι άντρες ήταν ζωσμένοι με τις σφαίρες και με τα ντουφέκια στην πλάτη. Κάθε μαχαλάς πήγαινε στη δική του βρύση. Εκεί έπρεπε να παραμείνουμε αμίλητοι, αλλά τις περισσότερες φορές κάτι γίνονταν και σκάγαμε από τα γέλια. Στις 12 τα μεσάνυχτα ξεκίναγε το ντουφεκίδι και οι ευχές, όσες σφαίρες υπήρχαν έπρεπε να πέσουν, υπήρχε κόντρα βλέπετε αν θα ρίξουν περισσότερες στα Αλώνια ή στο Πανοχώρι. Παράλληλα μουσκεύαμε τα σκίνα που κρατούσαμε και ξεκίναγε το κατάβρεγμα, τα αστεία και οι ευχές έδιναν κι έπαιρναν. Όταν τελειώναμε από κει παίρναμε το δρόμο του γυρισμού για το σπίτι. Περνώντας το κατώφλι σπάζαμε ένα παλιό πιάτο για το γούρι. Ήταν έθιμο!
Το πρωί της πρωτομηνιάς πρώτα πηγαίναμε στην εκκλησία, όπου αλλάζαμε ευχές και κεράσματα: κανένα λουκούμι, κάνα κονιάκ και πολύ σπάνια κανα ουίσκι που θα το ΄χε φέρει κάποιος ναυτικός. Μετά γυρνούσαμε στα σπίτια μας για το πρωτοχρονιάτικο τραπέζι, όπου είχαμε πάλι χαρές και γλέντια. Κόβαμε και τη «βασιλόπιτα». Δεν είχαμε βέβαια τις σημερινές πολυτελείς βασιλόπιτες, αλλά τη δική μας «αγιοβασιλιάτικη πίτα»! Τότε την έφτιαχναν μέσα σε μία στρογγυλή καραβάνα, από πάνω οι νοικοκυράδες τη στόλιζαν με το ίδιο το ζυμάρι, μέσα υπήρχε βέβαια ένα κέρμα που συνήθως ήταν μία τρύπια δεκάρα. Καλότυχος εκείνος που θα το ’βρισκε! Το βραδάκι πηγαίναμε για τις ευχές στους Βασίληδες και τις Βασιλικές.
Οι άντρες χωριστά πρώτοι και αργότερα ακολουθούσαν οι γυναίκες μόλις τέλειωναν τις δουλειές του σπιτιού! Οι μπακλαβάδες και οι κουραμπιέδες ήτανε τα κεράσματα για τις ονομαστικές εορτές. Αυτά θυμάμαι από κείνα τα όμορφα χρόνια, τότε που όλα ήταν πολύ πιο απλά αλλά πολύ πιο ζωντανά.
Συνεχίζετε…………
Ώσπου την παραμονή της Πρωτοχρονιάς τα παιδιά βγαίναμε πάλι για τα κάλαντα, τα πρωτοχρονιάτικα αυτή τη φορά: «Αρχιμηνιά κι Αρχιχρονιά, ψηλή μου δεντρολιβανιά κι αρχή καλός μας χρόνος, εκκλησιά με τ’ άγιο θρόνος. Αρχή που βγήκε ο Χριστός, Άγιος και Πνευματικός, στη γη να περπατήσει και να μας καλοκαρδίσει. Άγιος Βασίλης έρχεται, και δεν μας καταδέχεται, από την Καισαρεία, συ 'σαι αρχόντισσα κυρία…»
Το βράδυ οι άντρες διασκέδαζαν στα καφενεία με κανένα χαρτάκι για το καλό, οι γυναίκες έφτιαχναν γλυκά και εμείς τα παιδιά, παίζαμε με την ψυχή μας. Η σόμπα ήτανε γεμάτη με ξύλα, τα μεζεδάκια σιγοψήνονταν στο φούρνο και όλοι περίμεναν τη μεγάλη στιγμή. Όταν πλησίαζε η ώρα για να μπει ο νέος χρόνος μικροί μεγάλοι πηγαίναμε στις πηγές του χωριού μας, τα παιδιά και οι γυναίκες κρατούσαν στα χέρια τους τα σκίνα και τα κανάτια, ενώ οι άντρες ήταν ζωσμένοι με τις σφαίρες και με τα ντουφέκια στην πλάτη. Κάθε μαχαλάς πήγαινε στη δική του βρύση. Εκεί έπρεπε να παραμείνουμε αμίλητοι, αλλά τις περισσότερες φορές κάτι γίνονταν και σκάγαμε από τα γέλια. Στις 12 τα μεσάνυχτα ξεκίναγε το ντουφεκίδι και οι ευχές, όσες σφαίρες υπήρχαν έπρεπε να πέσουν, υπήρχε κόντρα βλέπετε αν θα ρίξουν περισσότερες στα Αλώνια ή στο Πανοχώρι. Παράλληλα μουσκεύαμε τα σκίνα που κρατούσαμε και ξεκίναγε το κατάβρεγμα, τα αστεία και οι ευχές έδιναν κι έπαιρναν. Όταν τελειώναμε από κει παίρναμε το δρόμο του γυρισμού για το σπίτι. Περνώντας το κατώφλι σπάζαμε ένα παλιό πιάτο για το γούρι. Ήταν έθιμο!
Το πρωί της πρωτομηνιάς πρώτα πηγαίναμε στην εκκλησία, όπου αλλάζαμε ευχές και κεράσματα: κανένα λουκούμι, κάνα κονιάκ και πολύ σπάνια κανα ουίσκι που θα το ΄χε φέρει κάποιος ναυτικός. Μετά γυρνούσαμε στα σπίτια μας για το πρωτοχρονιάτικο τραπέζι, όπου είχαμε πάλι χαρές και γλέντια. Κόβαμε και τη «βασιλόπιτα». Δεν είχαμε βέβαια τις σημερινές πολυτελείς βασιλόπιτες, αλλά τη δική μας «αγιοβασιλιάτικη πίτα»! Τότε την έφτιαχναν μέσα σε μία στρογγυλή καραβάνα, από πάνω οι νοικοκυράδες τη στόλιζαν με το ίδιο το ζυμάρι, μέσα υπήρχε βέβαια ένα κέρμα που συνήθως ήταν μία τρύπια δεκάρα. Καλότυχος εκείνος που θα το ’βρισκε! Το βραδάκι πηγαίναμε για τις ευχές στους Βασίληδες και τις Βασιλικές.
Οι άντρες χωριστά πρώτοι και αργότερα ακολουθούσαν οι γυναίκες μόλις τέλειωναν τις δουλειές του σπιτιού! Οι μπακλαβάδες και οι κουραμπιέδες ήτανε τα κεράσματα για τις ονομαστικές εορτές. Αυτά θυμάμαι από κείνα τα όμορφα χρόνια, τότε που όλα ήταν πολύ πιο απλά αλλά πολύ πιο ζωντανά.
Συνεχίζετε…………